προπολέμια

προπολέμια
προπολέμιος
customary before war
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προπολέμιος — ον, Α 1. (κυρίως για θυσίες) αυτός που γίνεται πριν από τον πόλεμο («τὰ ἱερὰ τὰ προπολέμια», Δίων Κάσσ.) 2. φρ. «τὰ προπολέμια ποιῶ [ή θύω]» προσφέρω θυσίες πριν από τον πόλεμο προκειμένου να εξασφαλίσω τη νίκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πόλεμος +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”